έγχορδος — η, ο (AM ἔγχορδος, ον) 1. αυτός που έχει χορδές 2. το ουδ. ως ουσ. τα έγχορδα μουσικά όργανα με χορδές, σε αντίθεση με τα πνευστά … Dictionary of Greek
ἔγχορδα — ἔγχορδος stringed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένηχος — ἔνηχος, ον (AM) [ήχος] (για πρόσ.) γνώστης, έμπειρος, ειδήμων μσν. αυτός που φαίνεται πως ηχεί στη μνήμη ή στην ακοή, έχει καθαρό ακουστικό ερεθισμό, ο έναυλος αρχ. 1. αυτός που παράγει ήχο, ψίθυρο, φλοίσβο («ἔνηχα ὕδατα», Φιλόστρ.) 2. (για… … Dictionary of Greek
κατάμιτος — κατάμιτος, ον (Α) (για μουσικό όργανο) αυτός που έχει χορδές, έγχορδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μίτος με σημ. «χορδή λύρας»] … Dictionary of Greek
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek